ανακόλλημα

ανακόλλημα
τό
1) наклейка; 2) пластырь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακόλλημα" в других словарях:

  • ἀνακόλλημα — adhesive plaster neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακόλλημα — το (Α ἀνακόλλημα) [ἀνακολλῶ] αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι …   Dictionary of Greek

  • ἀνακολλημάτων — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήμασι — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήμασιν — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματα — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματι — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματος — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • ανακόλλι — το [ανακολλώ] 1. αυτό, με το οποίο γίνεται η ανακόλληση* 2. ανακόλλημα, έμπλαστρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»